- έκλουτρον
- ἔκλουτρον, το (Α)σκεύος για λούσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλούτρων — ἔκλουτρον washing vessel neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek